- θυρσοειδής
- θυρσοειδής, -ές (Α)όμοιος με θύρσο, αυτός που έχει σχήμα ή μορφή θύρσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -ειδής (< είδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυρσοειδής — thyrsus like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρσοειδές — θυρσοειδής thyrsus like masc/fem voc sg θυρσοειδής thyrsus like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek